Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

κατέστρεψε τὸν βίον

См. также в других словарях:

  • εφύβριστος — ἐφύβριστος, ον (Α) [εφυβρίζω] 1. ο άξιος ύβρεως, ο ασελγής, ο ακόλαστος, ο αισχρός («ἐφύβριστος τυραννίς», Ηρωδιαν.) 2. ευκαταφρόνητος, ευτελής. επίρρ... ἐφυβρίστως (Α) 1. κατά υβριστικό τρόπο, κατά αισχρό τρόπο 2. κατά ευτελή τρόπο («ἐφυβρίστως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»